ἄφαντος

ἄφαντος
ἄφαντος, ον (Hom. et al., chiefly in poets, then also in prose; ApcMos 20) invisible ἄ. γίνεσθαι (Diod S 3, 60, 3 of Hesperus; 4, 65, 9 ἐμπεσὼν εἰς τὸ χάσμα … ἄφ. ἐγένετο; 5, 22, 4; Plut., Mor. 409f; AcTh 77 [Aa II/2, 192, 12f] ἄφαντοι γεγόνασιν οἱ δαίμονες; 13 p. 119, 2 v.l.) vanish Lk 24:31 (on ἀπό τινος fr. someone [as Pel.-Leg. 6, 24; 11, 24] s. JPsichari, Essai sur le Grec de la LXX: REJ 55, 1908, 161–208, esp. 204ff).—DELG s.v. φαίνω. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἄφαντος — made invisible masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άφαντος — η, ο (AM ἄφαντος, ον) 1. αυτός που εξαφανίστηκε 2. αφανής, αόρατος 3. αφανής, άσημος νεοελλ. 1. απρεπής, αταίριαστος 2. ανόητος, απερίσκεπτος αρχ. 1. ασαφής, σκοτεινός 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἄφαντα μυστικά, κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. +… …   Dictionary of Greek

  • άφαντος — η, ο 1. (από το στερητ. α + φαίνομαι), αυτός που δε φαίνεται, που εξαφανίστηκε: Εδώ και ένα χρόνο έγινε άφαντος. 2. (από το στερητ. α + (υ)φαίνω), αυτός που δεν υφάνθηκε: Το πανί στεκόταν στον αργαλειό άφαντο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἒφιππος καὶ πεζός, ἄφαντος συνοδία. — ἒφιππος καὶ πεζός, ἄφαντος συνοδία. См. Пеший конному не товарищ …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἄφαντον — ἄφαντος made invisible masc/fem acc sg ἄφαντος made invisible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφάντοις — ἄφαντος made invisible masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφάντου — ἄφαντος made invisible masc/fem/neut gen sg ἀ̱φάντου , ἀφαντόω make imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀφαντόω make pres imperat act 2nd sg ἀφαντόω make imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφάντους — ἄφαντος made invisible masc/fem acc pl ἀ̱φάντους , ἀφαντόω make imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀφαντόω make imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφάντων — ἄφαντος made invisible masc/fem/neut gen pl ἀ̱φάντων , ἀφαντόω make imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱φάντων , ἀφαντόω make imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀφαντόω make imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀφαντόω make imperf ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄφαντα — ἄφαντος made invisible neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄφαντοι — ἄφαντος made invisible masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”